- ὀδυνηρῶς
- ὀδυνηρόςpainfuladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οδυνηρός — ή, ό (ΑΜ ὀδυνηρός, ά, όν, Α δωρ. τ. ὀδυναρός, ά, όν) αυτός που προκαλεί ή που επιφέρει οδύνη, ο επώδυνος (α. «οδυνηρός χωρισμός» β. «περισσᾱς ἐνέπαξαν ἕλκος ὀδυναρον ἑᾷ πρόσθε καρδίᾳ», Πίνδ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οδυνηρός (εντομ.) γένος… … Dictionary of Greek
болѣзньно — (7) нар. Мучительно, болезненно: не тъчью тѣлесьныхъ добродѣтелии болѣзньно любити. нъ ноутрьн˫аго чл҃вка чистити могоущихъ. СбТр XII/XIII, 66; ѡнъ же [царь] болѣзньно въпрашаше [человека, предсказавшего ему смерть] и не что ѥсть нъ что въ своеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)